Ανατολίτης

Ανατολίτης
ο
θηλ. -ισσα αυτός που κατάγεται από την Ανατολή, ιδιαίτερα από τη Μικρασία: Με περηφάνια έλεγε πως ήταν Ανατολίτης.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • ανατολίτης — ο, θηλ. ανατολίτισσα 1. ο κάτοικος χώρας τής Ανατολής ή αυτός που κατάγεται από εκεί 2. άτομο με ψυχολογία, νοοτροπία και συνήθειες τής Ανατολής. [ΕΤΥΜΟΛ. < Ανατολή. Η λ., στον πληθ., μαρτυρείται στον Δ. Βικέλα] …   Dictionary of Greek

  • Λεβαντίνος — Παλαιότερη ονομασία για τους Ευρωπαίους που είχαν γεννηθεί και μεγαλώσει στην Ανατολή (γαλλ. levante = ανατολικός)· σε ανάλογη χρήση ήταν και ο όρος Φραγκολεβαντίνος (θηλυκό Λεβαντίνα ή Φραγκολεβαντίνα). Ο όρος χρησιμοποιήθηκε ειδικά για τους… …   Dictionary of Greek

  • Φραγκολεβαντίνος — ο, θηλ. Φραγκολεβαντίνα, Ν 1. Ευρωπαίος στην καταγωγή που γεννήθηκε και κατοικεί σε χώρα τής Ανατολικής Μεσογείου 2. μτφ. άτομο χωρίς εθνική συνείδηση. [ΕΤΥΜΟΛ. < Φράγκος + Λεβαντίνος «Ανατολίτης»] …   Dictionary of Greek

  • ανατολή — I Αγία της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. Θανατώθηκε με ξίφος στους διωγμούς του Νέρωνα, μαζί με την αδελφή της Φωτεινή. Η μνήμη της τιμάται στις 26 Φεβρουαρίου. II Ονομασία έξι οικισμών. 1. Πεδινός οικισμός (υψόμ. 140 μ., 200 κάτ.) του νομού Σερ ρών …   Dictionary of Greek

  • καμπανίτης — ο αφρώδης οίνος, που παραγόταν αρχικά στη γαλλική Καμπανία, σαμπάνια. [ΕΤΥΜΟΛ. < τοπωνύμιο Καμπανία (μεταφορά στην ελλ. τού γαλλ. τοπωνυμίου Champagne) + κατάλ. ίτης, πρβλ. ανατολίτης, ρητιν ίτης. Η λ. μαρτυρείται από το 1889 στην εφημερίδα… …   Dictionary of Greek

  • Γύζης, Νικόλαος — (Σκλαβοχώρι Τήνου 1842 – Μόναχο 1901).Ζωγράφος. Η ζωή και η τέχνη του Γ. όπως παρουσιάζονται μέσα από την προσωπική αλληλογραφία, το ημερολόγιο και το ζωγραφικό έργο του, βαδίζουν παράλληλα σε μια συνεχή εσωτερική ψυχική και πνευματική ανοδική… …   Dictionary of Greek

  • δασυουρίδες — (dasyuridae).Οικογένεια μαρσιποφόρων θηλαστικών ζώων της υπόταξης των πολυπρωτοδόντων. Ζουν στην Αυστραλία και στη Νέα Γουινέα. Είδη της οικογένειας αυτής είναι ο δασύουρος,ο θηλακίνος,ο σαρκόφιλος,η φασκογαλή κ.ά. Είναι σαρκοφάγα ζώα, που… …   Dictionary of Greek

  • Εβλιά, Τσελεμπί — (Celebi Evliya, Κωνσταντινούπολη 1611 – 1682). Τούρκος περιηγητής. Γιος εύπορης οικογένειας, ο Ε. έκανε πολύχρονες σπουδές στα ιεροδιδασκαλεία της Κωνσταντινούπολης και τελικά ανακηρύχθηκε ουλεμάς (διδάκτορας θεολογίας). Ακολουθώντας τον τουρκικό …   Dictionary of Greek

  • Σαββίδης, Συμεών — Έλληνας ζωγράφος (Toκάτ, Μ. Ασία 1859 Αθήνα 1927). Σπούδασε στην Αθήνα στο σχολείο των Τεχνών, με δάσκαλο το Ν. Λύτρα και ύστερα στο, Μόναχο (1880), με δάσκαλο, μεταξύ άλλων, το Ν. Γύζη. Εκεί πέρασε και το μεγαλύτερο μέρος της ζωής του, συχνά… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”